Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

γλυκά απελπισμένα αντίο

 

In your honor or maybe to my shame,
I don't know.
Few months and something
or a little less of something,
i don't remember.

I’ve been hunted from your moments,
within my moments, in my dreams.
And I decide to count them.

And I counted.
 

Thirty nights beside you,
and a thousand glances on your shoulders
and many more, i counted, 

staring your chest breathing,
early in the mornings.

The
shivers of your lips,
the spasms of your thighs,
in the countless
kisses
in the everlasting “I want you”.

And I counted again and again i counted,
your fast departures
your insecure looks behind the back,
my insecure looks, 
your infinitely full of egoism tears,
and your only true lie,
hiding behind a vast empty phone call,
 

“goodbye”.

Your sweet but desperate farewell ..



Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

μάτια

Το λεωφορείο για το Κοραλένχο είχε αργήσει δυο ώρες και η υγρασία από το λιμάνι τρύπαγε βελονιές καυτές στα κόκαλα μου. Ευτυχώς μου είχαν μείνει μερικά τσιγάρα και μια χούφτα φιστίκια που χα βουτήξει χτες απόγευμα από ένα μπαρ.
Δυο ώρες και τρία τέσσερα λεπτά. Έσβησα και το δεύτερο τσιγάρο. Παράξενο να λες , μου παν για το νησί με τους ανέμους και τους χρυσούς αμμόλοφους και λαχταρούσα για τούτα όσο τίποτα, μα το σκοτάδι στο λιμάνι είχε πέσει βαρύ και τους ανέμους είχε νικήσει τώρα μια ανύποπτη σιωπή που χε μυρουδιά ωκεανού απέραντου.
Δυο ώρες , είκοσι δύο λεπτά, τέσσερα  τσιγάρα . Δύο φώτα λεωφορείου ξεπρόβαλαν τώρα από την στροφή στον λόφο πάνω από το λιμάνι. Γύρο μου τώρα ψίθυροι, πολλοί ψίθυροι και ένας αναστεναγμός κάπου ανάμεσα τους. Αδιαφόρησα .
Το λεωφορείο πάρκαρε ανάμεσα στο μπούγιο και σε μένα, μα πριν προλάβει  ξεχώρισα δύο μάτια. Πέταξα το τσιγάρο κάτω και κρυφό χαμογέλασα, σχεδόν ξεχασμένη έκφραση από το πρόσωπο μου αυτή και αυτή απέναντι μου το κατάλαβε. Με ρώτησε από που είμαι. Γκριέγο απάντησα. Τέσσερις λέξεις στα ισπανικά είχα μάθει, οι τρεις ήταν για να περιγράφω κάποτε τα μάτια της. Για τούτης όμως εδώ δεν φτάναν τρεις. Κοίταξε την πεταμένη γόπα και μου ζήτησε τσιγάρο. Ρακέλ είπε.
Δυο ώρες , είκοσιδυο λεπτά, τέσσερα  τσιγάρα και τέσσερις μήνες που αποφάσισε να με βγάλει από την ζωή της. Μία ηλιαχτίδα  μου καίει το μάγουλο.Πρέπει να με είχα αποκοιμηθεί ενώ η Ρακέλ μου μιλούσε για τα κύματα ,την σανίδα της, τα ανέμελα χρόνια της Μαδρίτης και τα τρελά αδέρφια της στην Ανδαλουσία. Η λαχτάρα και ελευθερία λαμπύριζαν μέσα στα μάτια της. Ζήλεψα.
Έπρεπε να αλλάξω ήπειρο,  να μιλάω με την χαζή ποιο συχνά, τον Αντρέα, να περπατήσω στην Αθήνα με τον τομ, να τα φορτώσω όλα σε ένα σάκο στην πλάτη, να μιλήσω στον καθρέφτη και να κλάψω μπροστά στον γκρέγκ για να αρχίσω να νιώθω ξανά την λαχτάρα, την ελευθερία και την αγάπη, από δω και πέρα. Αγάπη για εμένα. Από δώ και πέρα.
Τρεις ώρες , σαραντατρία λεπτά , τέσσερις μήνες που αποφάσισε να με βγάλει από την ζωή της και δύο μάτια ηλιαχτίδες να με κοιτάν.  Ο ήλιος είχε ξεπροβάλει για τα καλά, πότιζε  φως τους απέραντους χρυσαφένιους αμμόλοφους. Δυο σπίτια.. τρία τώρα , τρία σπίτια και ένας φάρος, στα δεξιά πινακίδα , « καλωσορίσατε στο Κοραλένχο το στολίδι της Φουαρδεμενδούρα » Γέλασα.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

κάπου εκεί τον Αύγουστο του δεκατρία, λίγο πριν παχύνουν οι μύγες (παρτ του)

 

Σε ένα χοστελ στην Τενερίφη, απόγευμα, ο Πολωνός ρεσεψιονίστας δεν με γούσταρε, πρόσεξε τα πρησμένα από το μεθύσι μάτια μου και φοβήθηκε για τις μπίρες και το μισό μπουκάλι ρούμι που χε καβάτζα.
Μαλακίες είπα και άναψα τσιγάρο.

Ήρθε και έκατσε δίπλα μου,την λέγαν Σβετλάνα. Είχε έρθει, λέει, να κάνει ιστιοπλοΐα.

Άναψα και δεύτερο τσιγάρο.

ο Πολωνός συνέχισε να με κοιτά, ήταν που του χρώσταγα εκείνα τα 15 ευρώ για τις μπίρες ή που κοίταγα κάθε πρωί τον κώλο της καθαρίστριας γκόμενας του.

Και ενώ ο αέρας στην Τενερίφη κόντευε να ξεριζώσει τούτο το χαμαιτυπείο , η ατμόσφαιρα μύρισε λαχτάρα φυγής και η Σβετλάνα μου λεγε  πόσο της είχαν λείψει οι βόλτες με το ποδήλατο, η Μόσχα και ο Φεντόρ, ο μέθυσος καλλιτέχνης παρτενέρ της.   

δέκα λόγοι γιατί αυτή η αγάπη δεν μπόρεσε ποτέ να γεννηθεί

 

λόγος ένα, ήταν πού ήρθαν όλα αργά
λόγος δυο, ήταν που σουν και συ μακριά
λόγος τρία, ήταν που βιαστικά και γω
λόγος τέσσερα, ήταν και άτιμα τα λόγια του 
λόγος πέντε, ήταν και μια ανεκπλήρωτη επιθυμία σου
λόγος έξι, ήταν που ήταν πολλές οι δικές μου ανεκπλήρωτες επιθυμίες
λόγος επτά, ήταν που βιαστικά το σ’ αγαπώ
λόγος οκτώ, ήταν που σι δεν το είχες ακούσει ποτέ ξανά
λόγος εννιά, ήταν που αν δεν ήταν θα σου τραγουδούσα το τυχερό μου αστέρι
λόγος δέκα, είναι που δεν έχω γυρίσει ακόμη το κεφάλι μου ψιλά για να το δω

Υ.σ  λόγος έντεκα, γιατί δεν θα καταλάβεις ποτέ τίποτε από τα παραπάνω

κάπου εκεί τον Αύγουστο του δεκατρία, λίγο πριν παχύνουν οι μύγες

 

Άφησα την όμορφη Λα Πάλμα μέσα στα άγρια χαράματα, τούτο το νησί  το ποιο μαγικό και άγριο συνάμα από όλα τα Κανάρια. Ο ήλιος το πρωί έλουζε με χρώμα χρυσαφί τα πέτρινα σοκάκια, σαν να θελε να κρύψει καλά τους λεκέδες από αίματα και ρούμι, που πότιζαν κάθε βράδυ τα πλακόστρωτα από καβγάδες μεθυσμένων Ισπανών νταβάδων.
Βγήκα από το δώμα νο 15 αθόρυβα στον διάδρομο της πανσιόν λα κουμπάνα, το δώμα μπορεί να μην είχε παράθυρα αλλά ο κύριος Γενς θα άκουγε σίγουρα το γρήγορο φεβγίο μου, έκλεψα και τον σουγιά που χε ξεχασμένο πάνω στο γραφείο του. Ένας σουγιάς είναι πάντα χρήσιμος τις νύχτες.
Κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας σχεδόν , λίγο ακόμα και ήμουν ελεύθερος, έβαλα το κλειδί στην καγκελόπορτα, το γύρισα δυόμιση φορές όπως μου χε πει, βγήκα και έσπρωξα την ξύλινη πόρτα, ένας σκύλος ξύπνησε στο απέναντι πεζοδρόμιο, κλείδωσα ξανά.
Σκατά, είπα και κρέμασα το κλειδί με τρόπο να μην το δουν στον γάντζο πίσω από την πόρτα, όπως με είχε συμβουλέψει ο κ Γενς να κάνω. Πάνε σχεδόν 20 χρόνια, μου χε πει μια φορά, που αυτός και ο Βέλγος σύζυγος του ζουν από τούτο το μέρος, ένας μέρος που αλήτες, μέθυσοι και ρεμάλια δεν έχουν θέση.
Άναψα τσιγάρο και ήπια μια γουλιά απ' το μεσκάλ που χα φυλαγμένο στον σάκο μου.
Το καράβι για την Φουαρδεβεντούρα έφευγε σε 20 λεπτά.

στον τομ.